μεσόθυρο

μεσόθυρο
το (Μ μεσόθυρον)
εκκλ. η μεσαία πύλη τού τέμπλου
νεοελλ.
το μεταξύ δύο θυρών ή παραθύρων τμήμα τού τοίχου ενός οικοδομήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + θύρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσόθυρο — το το τμήμα του τοίχου ανάμεσα σε δυο πόρτες (θύρες) ή παράθυρα: Τα μεσόθυρα ήταν ζωγραφισμένα με έντονα χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάθυρο — το (Α διάθυρον) [θύρα] ο χώρος ανάμεσα σε πόρτες ή παράθυρα, το μεσόθυρο αρχ. πληθ. τα διάθυρα τα κάγκελα μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”